αμμοδιυλιστήριο(ν)

αμμοδιυλιστήριο(ν)
το песчаный фильтр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αμμοδιυλιστήριο(ν)" в других словарях:

  • αμμοδιυλιστήριο — το διυλιστήριο που λειτουργεί με άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + διυλιστήριο] …   Dictionary of Greek

  • άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»